- οπιδνός
- ὀπιδνός, -ή, -όν (Α)φοβερός, τρομακτικός, επίφοβος.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ὀπίζομαι (Ι) (< *ὀπίδjομαι < ὄπις) + κατάλ. -νός (πρβλ. αλαπαδ-νός, τερπ-νός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀπιδνοτάτη — ὀπιδνός dreaded fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπιδνῇ — ὀπιδνός dreaded fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπιδνή — ὀπιδνός dreaded fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)